αλαλά

αλαλά
Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πολέμου. Συμβόλιζε την πολεμική κραυγή αλαλά που φώναζαν οι αρχαίοι πολεμιστές όταν έκαναν επίθεση ή για να εμψυχώνονται στη μάχη. Από την κραυγή αυτή προέρχονται και οι λέξεις αλαλαγή ή αλαλαγμός.
* * *
ἀλαλὰ (Α)
1. επιφώνημα που δηλώνει πολεμική κραυγή
2. ως ουσ. και αλαλή*, κυρίως στον πληθυντ. ἀλαλαί
πολεμική κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα με παράλληλο τ. ἀλαλαί*, που απαντά και με χρήση ουσιαστικού, ιδίως στον πληθυντικό
πρβλ. τις λ. ἀλαλὰ (δωρ. τ.), ἀλαλὴ (αττ. τ.), και ἀλαλαί, αἱ. Πρόκειται προφανώς για λ. ονοματοποιημένη, που σχετίζεται πιθ. με τη σύνθ. σανσκρ. λ. alalā-bhavant-, χωρίς όμως να αποκλείεται και η περίπτωση τής ανεξάρτητης αναπτύξεος τών δύο τύπων. Οπωσδήποτε είναι βέβαιο ότι η λ. αποτελούσε πολεμική κραυγή
έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η σημασία τού κυρίου ονόματος Αλαλά* «κόρη τού Πολέμου».
ΠΑΡ. ἀλαλητός, ἀλαλάζω
αρχ.
Ἀλαλά, ἀλαλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλαλά — ἀλαλά̱ , ἀλαλή loud cry fem nom/voc/acc dual ἀλαλά̱ , ἀλαλή loud cry fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλαλα — ἄλαλος speechless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλᾶι — ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres subj mp 2nd sg ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres subj act 3rd sg ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀλαλᾷ , ἀλαλάζω raise the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλᾶς — ἀλαλᾶ̱ς , ἀλαλάω make dumb pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλαλᾶ̱ς , ἀλαλάζω raise the war cry fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλαλή loud cry fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλατός — ἀλαλᾱτός , ἀλαλητός shout of victory masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλάν — ἀλαλά̱ν , ἀλαλή loud cry fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλή — ἀλαλὴ και ἀλαλά, η (Α) 1. δυνατή κραυγή 2. πολεμική κραυγή 3. ιαχή τής μάχης και η ίδια η μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσιαστικό ἀλαλή, που είναι αττ. τ. τού αντίστοιχου δωρ. ἀλαλά, προήλθε από χρήση του επιφωνήματος ἀλαλὰ* ως ουσιαστικού] …   Dictionary of Greek

  • αλαλαί — ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α) 1. επιφώνημα χαράς. 2. ως ουσ. βλ. ἀλαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιφωνήματος ἀλαλά*] …   Dictionary of Greek

  • оле — межд. удивления, укр. оле!, ст. слав. оле (Супр.), болг. оле, олеле ой!; ура! (Младенов 379), сербохорв. ле̏ле увы!, горе! . Вероятно, из *о ле или *е ле, с частицей lе (подобно еле), словен. lè только, лишь, однако (же) , польск. lе, наряду с… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Alala — Alala, ( el. Ἀλαλά), was the female personification of the war cry in Greek mythology. She was the daughter of Polemos. [ [http://www.theoi.com/Daimon/Alala.html Theoi Project: Alala] ALALA was the spirit (daimona) of the war cry. She was a… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”